- αριστητήριον
- ἀριστητήριον, το (AM)μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ («προγευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀριστητήριον — refectory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστητηρίου — ἀριστητήριον refectory neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστητηρίῳ — ἀριστητήριον refectory neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обѣдьныи — (2*) пр. Относящийся к обѣдъ в 1 знач.: и рѣста другь къ другу. идевѣ домѡвь обѣдныи ча(с) ѥсть. и разидѡстасѧ. МПр XIV, 39; тщаливи будемъ на всхыщениѥ… вѣчьны(х) бл҃гъ… ст҃о и сп(с)но и б҃олѣпно свершающе. и по келарьству реку. ли по болныхъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αριστήριον — ἀριστήριον, το (Μ) αριστητήριον … Dictionary of Greek
ἀριστητηρίωι — ἀριστητηρίῳ , ἀριστητήριον refectory neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)